- προλείπω
- Α1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παρατώ («νεκρὸν δὲ προλιπόντες ὑπέτρεσαν», Ομ. Ιλ.)2. απλώς αφήνω («Ἀρκτοῡρος προλείπει ῥόον Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.)3. παραλείπω να κάνω κάτι («οὐδ' ἐθέλω προλιπεῑν τόδε», Σοφ.)4. (για πρόσ.) λιποθυμώ, λιποψυχώ («... προλείπωλύεταί μου μέλη», Ευρ.)5. (σχετικά με μίσθωση) είμαι εκτός προθεσμίας6. (αμτβ.) λείπω εκ τών προτέρων («εἴ τῳ προλίποι ἡ ῥώμη», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.